Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to congest
01
φράσσω, εμποδίζω
to block a passage or space, typically causing a hindrance or obstruction to the normal flow of something
Λεξικό Δέντρο
congested
congestion
congestive
congest
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
φράσσω, εμποδίζω
Λεξικό Δέντρο