Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
complacently
01
αυτάρεσκα, με ικανοποίηση
in a self-satisfied and uncritically contented manner
Παραδείγματα
She smiled complacently after hearing the praise.
Χαμογέλασε αυτάρεσκα αφού άκουσε τον έπαινο.
He complacently assumed the project would succeed without further effort.
Αυτός αυτάρεσκα υπέθεσε ότι το έργο θα είχε επιτυχία χωρίς περαιτέρω προσπάθεια.
Λεξικό Δέντρο
complacently
complacent



























