Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Complacency
01
αυταρέσκεια, ικανοποίηση
a feeling of self-satisfaction or contentment, often accompanied by a lack of awareness of potential dangers
Παραδείγματα
The team 's early successes led to complacency, causing them to underestimate their competition in the final match.
Οι πρώτες επιτυχίες της ομάδας οδήγησαν στην αυτάρεσκεια, κάνοντάς τους να υποτιμήσουν τον ανταγωνισμό στον τελικό αγώνα.
His complacency in managing his finances resulted in unexpected debts.
Η αυταρέσκειά του στη διαχείριση των οικονομικών του οδήγησε σε απροσδόκητα χρέη.
Λεξικό Δέντρο
complacency
complacence
complac



























