Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
competitory
01
ανταγωνιστικός, ανταγωνιστικό
involving competition or competitiveness
02
γελωτοποιός, κλόουν
acting like a clown or buffoon
Λεξικό Δέντρο
competitory
compete
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
ανταγωνιστικός, ανταγωνιστικό
γελωτοποιός, κλόουν
Λεξικό Δέντρο