Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Competitiveness
01
ανταγωνιστικότητα
the desire to win or succeed in a contest or rivalry with others
Λεξικό Δέντρο
competitiveness
competitive
compete
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
ανταγωνιστικότητα
Λεξικό Δέντρο