agility
a
ə
α
gi
ˈʤɪ
τζι
li
λα
ty
ti
τι
British pronunciation
/æd‍ʒˈɪlɪti/

Ορισμός και σημασία του "agility"στα αγγλικά

01

ευκινησία, ελαφρότητα

the ability that enables one to move quickly and easily
example
Παραδείγματα
His agility on the soccer field makes him a top player.
Η ευκινησία του στο γήπεδο του ποδοσφαίρου τον κάνει κορυφαίο παίκτη.
The cat ’s agility helped it leap from one rooftop to another effortlessly.
Η ευκινησία της γάτας τη βοήθησε να πηδήξει από τη μια στέγη στην άλλη χωρίς κόπο.
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store