Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Agility
01
ευκινησία, ελαφρότητα
the ability that enables one to move quickly and easily
Παραδείγματα
His agility on the soccer field makes him a top player.
Η ευκινησία του στο γήπεδο του ποδοσφαίρου τον κάνει κορυφαίο παίκτη.
The cat ’s agility helped it leap from one rooftop to another effortlessly.
Η ευκινησία της γάτας τη βοήθησε να πηδήξει από τη μια στέγη στην άλλη χωρίς κόπο.



























