Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to aggrieve
01
θλίβω, λυπώ
to cause someone to feel distress or sorrow
Παραδείγματα
His actions continue to aggrieve her, as she struggles to forgive him for the hurtful words.
Οι πράξεις του συνεχίζουν να θλίβουν αυτήν, καθώς παλεύει να τον συγχωρήσει για τις πληγωτικές λέξεις.
The unfair treatment during the meeting aggrieved many of the employees, leaving them frustrated and demoralized.
Η άδικη μεταχείριση κατά τη διάρκεια της συνάντησης θλίψει πολλούς από τους υπαλλήλους, αφήνοντάς τους απογοητευμένους και αποθαρρυμένους.
02
θλίβω, αδικώ
to cause someone to feel unfairly treated, wronged, or oppressed



























