Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Aggressor
01
επιτιθέμενος, εχθρός
a person or country that initiates hostilities or attacks
02
επιτιθέμενος, προκαλείς
a confident assertive person who acts as instigator
Λεξικό Δέντρο
aggressor
aggress
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
επιτιθέμενος, εχθρός
επιτιθέμενος, προκαλείς
Λεξικό Δέντρο