LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Coiled
/kˈɔɪld/
/ˈkɔɪɫd/
Adjective (1)
Ορισμός και Σημασία του "coiled"
coiled
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
σπειροειδής
having a spiral or wound shape, often forming a series of loops or turns
uncoiled
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
download application
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
download langeek app
download
Download Mobile App