Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
cohesive
01
συνεκτικός, ενωτικός
creating unity or consistency
Παραδείγματα
The new manager introduced policies that had a cohesive effect on the previously divided team.
Ο νέος διαχειριστής εισήγαγε πολιτικές που είχαν ένα συνεκτικό αποτέλεσμα στην προηγουμένως διαιρεμένη ομάδα.
The cohesive leadership style of the manager fostered a sense of unity among team members.
Το συνεκτικό στυλ ηγεσίας του διευθυντή ενίσχυσε μια αίσθηση ενότητας μεταξύ των μελών της ομάδας.
02
συνεκτικός, ενιαίος
unified and consistent in structure or composition
Παραδείγματα
His presentation was cohesive, with each point logically leading to the next.
Η παρουσίασή του ήταν συνεκτική, με κάθε σημείο να οδηγεί λογικά στο επόμενο.
The book 's chapters were diverse yet had a cohesive flow.
Τα κεφάλαια του βιβλίου ήταν ποικίλα αλλά είχαν μια συνεκτική ροή.
Λεξικό Δέντρο
cohesiveness
cohesive
cohere



























