Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to unalive
01
ουδετεροποιώ, εξαλείφω
to kill, often used on social media as a euphemism to avoid censorship of death-related terms
Παραδείγματα
The villain tried to unalive the hero.
Ο κακοποιός προσπάθησε να αποζωοποιήσει τον ήρωα.
He threatened to unalive his game character.
Απείλησε να σκοτώσει τον χαρακτήρα του στο παιχνίδι.



























