Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
cockeyed
01
λοξός, στραβός
tilted or misaligned in a way that seems awkward or uneven
Παραδείγματα
The picture frame was cockeyed, hanging lopsided on the wall.
Το πλαίσιο της φωτογραφίας ήταν στραβό, κρεμασμένο άνισα στον τοίχο.
His glasses were cockeyed, resting unevenly on his face.
Τα γυαλιά του ήταν στραβά, κάθονταν άνισα στο πρόσωπό του.
02
παράλογος, γελοίος
having an unreasonable or absurd quality
Παραδείγματα
His cockeyed excuse made everyone laugh.
Η παράλογη δικαιολογία του έκανε όλους να γελάσουν.
The plan was so cockeyed it could n’t possibly work.
Το σχέδιο ήταν τόσο παράλογο που δεν μπορούσε να λειτουργήσει.
03
μεθυσμένος, ζαλισμένος
very drunk
04
ανόητος, ασταθής
foolish or likely to fail



























