Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
turnt
01
πολύ ενθουσιασμένος, μεθυσμένος
wildly excited or intoxicated, especially from alcohol or drugs
Παραδείγματα
He gets turnt every weekend with his friends.
Γίνεται turnt κάθε Σαββατοκύριακο με τους φίλους του.
The party was turnt by midnight.
Το πάρτι ήταν turnt ως τα μεσάνυχτα.



























