Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Turpitude
01
εξαχρείωση, αχρειότητα
a disposition or behavior that is extremely immoral or wicked
Παραδείγματα
The scandal revealed the turpitude of the politician's actions.
Το σκάνδαλο αποκάλυψε την ασχήμια των πράξεων του πολιτικού.
The novel explored themes of moral turpitude in the characters' lives.
Το μυθιστόρημα εξερεύνησε θέματα ηθικής αχρειότητας στη ζωή των χαρακτήρων.



























