Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
whooped
01
τέλειος, άψογος
perfect, flawless, or immaculately done
Παραδείγματα
Her makeup was whooped; every detail was perfect.
Το μακιγιάζ της ήταν άψογο ; κάθε λεπτομέρεια ήταν τέλεια.
That outfit is whooped; she looks stunning.
Αυτό το ντύσιμο είναι τέλειο; φαίνεται εκπληκτική.



























