Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
whoops
01
Ωπ, Ουπς
used to acknowledge a small mistake, accident, or mishap
Παραδείγματα
Whoops, watch your step!
Ωχ, πρόσεχε τα βήματά σου!
Whoops, I almost slipped on the wet floor.
Ωχ, σχεδόν γλίστρησα στο βρεγμένο πάτωμα.



























