Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
whoop-de-doo
01
ζήτω, υπέροχα
used sarcastically or dismissively to comment on something perceived as unremarkable, trivial, or inconsequential
Παραδείγματα
You remembered to buy milk at the store, whoop-de-doo.
Θυμήθηκες να αγοράσεις γάλα από το μαγαζί, τι μεγάλο πράγμα.
You found a quarter on the sidewalk, whoop-de-doo.
Βρήκες ένα τέταρτο του δολαρίου στο πεζοδρόμιο, τι επεισόδιο.



























