Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Bestie
01
καλύτερος φίλος, αξιόπιστος σύντροφος
a close and trusted companion
Παραδείγματα
I'm hanging out with my bestie after work.
Βγαίνω με τον καλύτερό μου φίλο μετά τη δουλειά.
She's been my bestie since middle school.
Αυτή είναι η καλύτερή μου φίλη από το γυμνάσιο.



























