Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to malefail
01
ανδρική αποτυχία, αποτυχία στην αρρενωπότητα
to be perceived as feminine while trying to present in a masculine gender role
Παραδείγματα
He accidentally malefailed by wearing a pastel shirt to the event.
Αυτός κατά λάθος malefail φορώντας μια παστέλ μπλούζα στην εκδήλωση.
Everyone laughed when he malefailed during his first presentation.
Όλοι γέλασαν όταν αυτός malefail κατά την πρώτη του παρουσίαση.



























