Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Malfeasance
01
κατάχρηση εξουσίας, παράνομη πράξη
an illegal or unjust act committed by a person of high standing
Παραδείγματα
The politician was charged with malfeasance for accepting bribes in exchange for government contracts.
Ο πολιτικός κατηγορήθηκε για κατάχρηση εξουσίας για τη λήψη δωροδοκιών σε αντάλλαγμα για κυβερνητικές συμβάσεις.
There were allegations of systemic malfeasance within the police department involving illicit drug raids.
Υπήρχαν καταγγελίες συστηματικής κακοδιαχείρισης εντός του αστυνομικού τμήματος που αφορούσαν παράνομες επιδρομές για ναρκωτικά.



























