Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Malefactor
01
εγκληματίας, κακοποιός
someone who has committed a crime or has been legally convicted of a crime
Παραδείγματα
The police were determined to apprehend the malefactors responsible for the string of burglaries.
Η αστυνομία ήταν αποφασισμένη να συλλάβει τους κακοποιούς που ευθύνονταν για τη σειρά κλοπών.
Witnesses helped identify the malefactors who had poisoned the town's water supply.
Οι μάρτυρες βοήθησαν να αναγνωριστούν οι κακοποιοί που είχαν δηλητηριάσει την παροχή νερού της πόλης.



























