Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
weepily
01
κλαψιάρικα, με κλαψιάρικο τρόπο
in a manner characterized by or suggestive of crying or weeping
Παραδείγματα
She spoke weepily, her voice trembling with emotion.
Μίλησε κλαψιάρικα, η φωνή της τρεμόπαιζε από το συναίσθημα.
He looked at the broken toy weepily, unable to hide his disappointment.
Κοίταξε το σπασμένο παιχνίδι κλαψουρίζοντας, αδυνατώντας να κρύψει την απογοήτευσή του.



























