Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to weep
Παραδείγματα
Overwhelmed with grief, she began to weep quietly.
Καταπονημένη από τη θλίψη, άρχισε να κλαίει σιγά.
The touching story made the audience weep with empathy.
Η συγκινητική ιστορία έκανε το κοινό να κλάψει από συμπάθεια.



























