Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Weekday
01
καθημερινή, εργάσιμη ημέρα
any day of the week other than Saturday and Sunday
Παραδείγματα
The store is open on weekdays from 9 a.m. to 6 p.m.
Το κατάστημα είναι ανοιχτό τις εργάσιμες ημέρες από τις 9 π.μ. έως τις 6 μ.μ.
He works long hours on weekdays but takes weekends off.
Δουλεύει πολλές ώρες κατά τη διάρκεια της εβδομάδας αλλά παίρνει ρεπό τα σαββατοκύριακα.



























