weekday
week
wi:k
ουηκ
day
deɪ
ντει
British pronunciation
/wˈiːkde‍ɪ/

Ορισμός και σημασία του "weekday"στα αγγλικά

01

καθημερινή, εργάσιμη ημέρα

any day of the week other than Saturday and Sunday
weekday definition and meaning
example
Παραδείγματα
The store is open on weekdays from 9 a.m. to 6 p.m.
Το κατάστημα είναι ανοιχτό τις εργάσιμες ημέρες από τις 9 π.μ. έως τις 6 μ.μ.
He works long hours on weekdays but takes weekends off.
Δουλεύει πολλές ώρες κατά τη διάρκεια της εβδομάδας αλλά παίρνει ρεπό τα σαββατοκύριακα.

Λεξικό Δέντρο

weekday

week

+

day

App
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store