Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Weekender
01
τσάντα σαββατοκύριακου, βαλίτσα για σύντομο ταξίδι
a type of bag used to carry clothing and other essentials for a short trip or weekend getaway
02
σαββατοκύριακο, άτομο που πηγαίνει σε διακοπές το σαββατοκύριακο
someone who vacations on a weekend



























