Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
tearfully
01
με δάκρυα, κλαίγοντας
with tears in the eyes, expressing sadness, grief, or strong emotions
Παραδείγματα
She spoke tearfully about the loss of her childhood home.
Μίλησε με δάκρυα για την απώλεια του σπιτιού της παιδικής της ηλικίας.
The child apologized tearfully after breaking the vase.
Το παιδί ζήτησε συγγνώμη με δάκρυα αφού έσπασε το βάζο.
Λεξικό Δέντρο
tearfully
tearful
tear



























