Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Sedentism
01
καθιστικός τρόπος ζωής, καθιστικότητα
the practice of living in one place for a long time rather than moving around
Παραδείγματα
Sedentism began to spread with the rise of agriculture.
Ο κατοικισμός άρχισε να εξαπλώνεται με την άνοδο της γεωργίας.
Archaeologists found signs of early sedentism in the valley.
Οι αρχαιολόγοι βρήκαν σημάδια πρώιμου κατοικισμού στην κοιλάδα.



























