Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
seditious
01
στασιαστικός, επαναστατικός
(of actions, speech, writings, etc.) encouraging rebellion against established authority or government
Παραδείγματα
The author 's seditious writings were banned by the government for advocating for the overthrow of the monarchy.
Τα στασιαστικά γραπτά του συγγραφέα απαγορεύτηκαν από την κυβέρνηση για την υποστήριξη της ανατροπής της μοναρχίας.
The politician faced charges of seditious conspiracy after organizing protests against the authoritarian regime.
Ο πολιτικός αντιμετώπισε κατηγορίες για στασιαστική συνωμοσία μετά την οργάνωση διαδηλώσεων κατά του αυταρχικού καθεστώτος.
02
στασιαστικός, ανταρτικός
arousing to action or rebellion
Λεξικό Δέντρο
seditious
sed



























