Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Sedative
01
κατασταλτικό, ηρεμιστικό
any drug that is used to make one feel calm or induce sleep
sedative
01
καταπραϋντικός, ηρεμιστικός
tending to soothe or tranquilize
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
κατασταλτικό, ηρεμιστικό
καταπραϋντικός, ηρεμιστικός