Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Ox cart
01
βόδια άμαξα, αρόμαξα
a simple, two- or four-wheeled cart pulled by one or more oxen, used to carry goods or people
Dialect
American
Παραδείγματα
They loaded firewood onto the ox cart.
Φόρτωσαν καυσόξυλα στο βόδι καρότσι.
An old ox cart stood by the farmhouse.
Ένα παλιό βόδι καρότσι στεκόταν δίπλα στο αγροικία.



























