Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
operated
01
λειτουργεί με μπαταρία, τροφοδοτείται με μπαταρία
controlled or made to work by a particular method or system
Παραδείγματα
The battery-operated toy ran for hours.
Το παιχνίδι με μπαταρία λειτούργησε για ώρες.
A remotely operated drone flew over the mountains.
Ένα τηλεχειριζόμενο drone πέταξε πάνω από τα βουνά.
Λεξικό Δέντρο
operated
operate
oper



























