Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
operable
01
χειρουργήσιμος
(of a medical condition) treatable with surgery
02
λειτουργικός, χρησιμοποιήσιμος
usable for a specific purpose
03
λειτουργικός, έτοιμος για χρήση
fit or ready for use or service
Λεξικό Δέντρο
inoperable
operable



























