Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
operating
01
λειτουργικός, επιχειρησιακός
relating to the way a machine, device, or system functions or is controlled during use
Παραδείγματα
The operating speed of the engine is set to 60 miles per hour.
Η ταχύτητα λειτουργίας του κινητήρα έχει ρυθμιστεί στα 60 μίλια την ώρα.
The machine has different operating conditions depending on the temperature.
Η μηχανή έχει διαφορετικές συνθήκες λειτουργίας ανάλογα με τη θερμοκρασία.



























