LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Afoot
/ɐfˈʊt/
/əˈfʊt/
Adverb (1)
Adjective (2)
Ορισμός και Σημασία του "afoot"
afoot
ΕΠΊΡΡΗΜΑ
01
by walking or on foot
afoot
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
currently in progress
02
traveling by foot
afoot
adv
Παράδειγμα
When
the
bus
did
n't
arrive
,
they
decided
to
go
afoot
to
the
nearest
town
.
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App