Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
clamorously
01
θορυβωδώς, με θόρυβο
in a loud, noisy, and demanding way
Παραδείγματα
The protesters clamored clamorsouly for change outside the government building.
Οι διαμαρτυρόμενοι φώναξαν θορυβωδώς για αλλαγή έξω από το κτίριο της κυβέρνησης.
Children clamored clamorsouly to get the best seats at the show.
Τα παιδιά ζήτησαν θορυβωδώς για να πάρουν τις καλύτερες θέσεις στην παράσταση.



























