
Αναζήτηση
vociferously
01
φωνηενώς, ηχηρώς
in a loud, noisy, or passionate manner
Example
The students vociferously protested against the new school policy, shouting slogans and holding signs.
Οι μαθητές φωνηενώς διαμαρτυρήθηκαν κατά της νέας σχολικής πολιτικής, φωνάζοντας συνθήματα και κρατώντας πλακάτ.
He vociferously argued his point during the meeting, making sure his opinion was heard by everyone.
Επιχείρησε φωνακτός το επιχείρημά του κατά τη διάρκεια της συνάντησης, διασφαλίζοντας ότι η γνώμη του ακούστηκε από όλους.

Συναφή Λέξεις