Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
vociferously
01
δυνατά, έντονα
in a loud, forceful, and intense way, often expressing strong opinions or emotions
Παραδείγματα
The protesters vociferously demanded justice outside the courthouse.
Οι διαμαρτυρόμενοι δυνατά ζήτησαν δικαιοσύνη έξω από το δικαστήριο.
She vociferously opposed the new policy during the meeting.
Αντιτάχθηκε δυνατά στη νέα πολιτική κατά τη διάρκεια της συνάντησης.
Λεξικό Δέντρο
vociferously
vociferous



























