Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
voguish
01
μοντέρνο, τρεντί
having a fashionable, often fleeting, appeal that aligns with current trends or popular styles
Παραδείγματα
The voguish patterns on the runway were inspired by the latest street fashion.
Τα μόντερα σχέδια στη διάδρομο εμπνεύστηκαν από την τελευταία μόδα του δρόμου.
Her voguish haircut caught everyone ’s eye at the party.
Το μοντέρνο κούρεμά της τράβηξε τα βλέμματα όλων στο πάρτι.
02
κομψός και στυλάτος, της μόδας
elegant and stylish
Λεξικό Δέντρο
voguish
vogue



























