Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
clamant
01
θορυβώδης, φωνακλάδικος
conspicuously and offensively loud; given to vehement outcry
Παραδείγματα
The clamant request for assistance could not be ignored any longer.
Το επείγον αίτημα για βοήθεια δεν μπορούσε πλέον να αγνοηθεί.
The clamant needs of the patients were addressed immediately.
Οι επείγουσες ανάγκες των ασθενών αντιμετωπίστηκαν αμέσως.
Λεξικό Δέντρο
clamant
clam



























