Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
charismatic
01
χαρισματικός, μαγνητικός
having an appealing and persuasive personality that attracts and influences others
Παραδείγματα
He 's charismatic, effortlessly captivating people with his charm and persuasive presence.
Είναι χαρισματικός, γοητεύοντας αβίαστα τους ανθρώπους με τη γοητεία και την πειστική του παρουσία.
Despite challenges, the charismatic leader maintains the trust and loyalty of their followers.
Παρά τις προκλήσεις, ο χαρισματικός ηγέτης διατηρεί την εμπιστοσύνη και την αφοσίωση των οπαδών του.
Λεξικό Δέντρο
charismatic
charisma



























