Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
charitable
01
φιλανθρωπικός, γενναιόδωρος
willing to give money, time, or resources to help others, especially those less fortunate
Παραδείγματα
The woman was so charitable she gave away half her salary to local shelters.
Η γυναίκα ήταν τόσο φιλανθρωπική που δώρισε το μισό της μισθό σε τοπικά καταφύγια.
Even during hard times, he remained charitable to those with less.
Ακόμα και σε δύσκολους καιρούς, παρέμεινε φιλανθρωπικός προς όσους είχαν λιγότερα.
02
φιλανθρωπικός, ελεήμων
connected to helping people who are poor, disadvantaged, or in distress
Παραδείγματα
The foundation focuses on charitable efforts to support homeless youth.
Το ίδρυμα επικεντρώνεται σε φιλανθρωπικές προσπάθειες για την υποστήριξη αστέγων νέων.
She volunteers every weekend at a charitable food bank downtown.
Εκείνη εργάζεται εθελοντικά κάθε Σαββατοκύριακο σε μια φιλανθρωπική τράπεζα τροφίμων στο κέντρο της πόλης.
03
ευμενής, επιεικής
inclined to interpret others' actions with kindness rather than criticism
Παραδείγματα
She gave a charitable interpretation of his rude comment, assuming he was stressed.
Έδωσε μια φιλανθρωπική ερμηνεία του αγενή σχολίου του, υποθέτοντας ότι ήταν αγχωμένος.
He was charitable in his review, praising the effort despite the flaws.
Ήταν φιλανθρωπικός στην κριτική του, επαινώντας την προσπάθεια παρά τα ελαττώματα.
Λεξικό Δέντρο
charitableness
charitably
uncharitable
charitable
charity



























