Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
freehanded
01
γενναιόδωρος, φιλόδωρος
willing to give or provide generously
Παραδείγματα
The freehanded manner in which he distributed his wealth earned him respect in the community.
Ο γενναιόδωρος τρόπος με τον οποίο μοίρασε την περιουσία του του χάρισε τον σεβασμό της κοινότητας.
Her freehanded donations to the local shelter made a significant impact.
Οι γενναιόδωρες δωρεές της στο τοπικό καταφύγιο είχαν σημαντικό αντίκτυπο.
02
καμωμένο χωρίς μηχανική βοήθεια, χειροκίνητο
done by hand without mechanical aids or devices



























