Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
adjustable
01
προσαρμοστικός, ρυθμιζόμενος
able to be changed or adapted to fit different needs, preferences, or circumstances
Παραδείγματα
The adjustable seat in the car can be customized for optimal comfort.
Το προσαρμοζόμενο κάθισμα στο αυτοκίνητο μπορεί να προσαρμοστεί για βέλιστη άνεση.
The adjustable shelves in the cabinet can be moved to accommodate items of different heights.
Οι προσαρμόσιμες ράφες στο ντουλάπι μπορούν να μετακινηθούν για να φιλοξενήσουν αντικείμενα διαφορετικών υψών.
02
προσαρμοστικός, ρυθμιζόμενος
capable of being regulated
Λεξικό Δέντρο
unadjustable
adjustable
adjust



























