Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Byproduct
01
παραπροϊόν, προϊόν παράγωγο
a product made during the manufacture of something else
02
παραγωγό, δευτερεύον αποτέλεσμα
an additional result or consequence that occurs alongside the main outcome, often unexpectedly
Παραδείγματα
Pollution is a common byproduct of industrial processes.
Η ρύπανση είναι ένα κοινό παρεπίπεδο των βιομηχανικών διαδικασιών.
The byproduct of their collaboration was a strong friendship.
Το παρελκόμενο της συνεργασίας τους ήταν μια ισχυρή φιλία.



























