Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Byroad
01
δευτερεύον δρόμο, αραιοπορευμένος δρόμος
a less traveled road
Παραδείγματα
The byroad wound through the forest.
Ο παρόδιος δρόμος κύλισε μέσα από το δάσος.
She enjoyed cycling along the quiet byroad.
Απολάμβανε να ποδηλατεί κατά μήκος του ήσυχου παρόδου.



























