Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
bushy
01
πυκνός, θαμνώδης
(of hair or fur) growing thickly in a way that looks like a bush
Παραδείγματα
He had a bushy beard that made him look older than his age.
Είχε ένα πυκνό γένι που τον έκανε να φαίνεται μεγαλύτερος από την ηλικία του.
The dog 's bushy tail wagged excitedly as it greeted its owner.
Η πυκνή ουρά του σκύλου κουνιόταν ενθουσιασμένα καθώς χαιρετούσε τον ιδιοκτήτη του.
Παραδείγματα
The path was surrounded by bushy shrubs that made it feel like a secret garden.
Το μονοπάτι ήταν περιτριγυρισμένο από πυκνούς θάμνους που το έκαναν να μοιάζει με μυστικό κήπο.
The bushy undergrowth provided ample hiding places for small animals in the forest.
Ο πυκνός θάμνος παρείχε άφθονες κρυψώνες για τα μικρά ζώα στο δάσος.



























