Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Bugaboo
01
εφιάλτης, πηγή ανησυχίας
something that causes persistent worry, fear, or irritation
Παραδείγματα
Inflation has long been the bugaboo of economic policy.
Ο πληθωρισμός ήταν εδώ και πολύ καιρό ο εφιάλτης της οικονομικής πολιτικής.
Public speaking is the bugaboo of many otherwise confident people.
Η ομιλία σε δημόσιο χώρο είναι ο εφιάλτης πολλών αλλιώς σίγουρων ανθρώπων.
02
μπαμπούλας, τέρας
an imaginary monster or creature invented to scare children
Παραδείγματα
As a child, she feared the bugaboo lurking under her bed.
Σαν παιδί, φοβόταν το μπαμπούλα που κρυβόταν κάτω από το κρεβάτι της.
Parents once used the bugaboo to make children behave.
Οι γονείς κάποτε χρησιμοποιούσαν το μπαμπούλα για να κάνουν τα παιδιά να συμπεριφέρονται καλά.



























