Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Buffoon
01
γελωτοποιός, κλόουν
a person who behaves in a ridiculous or amusing way, often to entertain others
Παραδείγματα
The party entertainer 's antics made him appear like a buffoon to the children.
Οι αστεϊσμοί του ψυχαγωγού του πάρτι τον έκαναν να μοιάζει με γελωτοποιό στα μάτια των παιδιών.
The actor portrayed the buffoon with exaggerated gestures and facial expressions.
Ο ηθοποιός απεικόνισε τον γελωτοποιό με υπερβολικές χειρονομίες και εκφράσεις προσώπου.
02
γελωτοποιός, κλόουν
someone lacking refinement
Παραδείγματα
He acted like a buffoon at the formal dinner, insulting the guests.
Συμπεριφέρθηκε σαν γελωτοποιός στο επίσημο δείπνο, προσβάλλοντας τους καλεσμένους.
Do n't be such a buffoon — show some respect in meetings.
Μην είσαι τέτοιος γελωτοποιός—δείξε λίγο σεβασμό στις συναντήσεις.
Λεξικό Δέντρο
buffoonery
buffoonish
buffoon



























