Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
bucolic
01
αγροτικός, βουκολικός
evoking an idealized rural setting characterized by simplicity, tranquility, and natural beauty
Παραδείγματα
They rented a cottage in a bucolic valley to escape the city heat.
Νοίκιασαν ένα εξοχικό σπίτι σε μια βουκολική κοιλάδα για να ξεφύγουν από τη ζέστη της πόλης.
The painting captures a bucolic sunset over rolling green fields.
Ο πίνακας απεικονίζει ένα βουκολικό ηλιοβασίλεμα πάνω από κυματιστά πράσινα λιβάδια.
02
αγροτικός, βουκολικός
of or pertaining to the life or work of herdsmen and shepherds
Παραδείγματα
Their research focused on bucolic customs surrounding seasonal sheep migrations.
Η έρευνά τους επικεντρώθηκε στις βουκολικές παραδόσεις που περιβάλλουν τις εποχιακές μεταναστεύσεις των προβάτων.
He studied bucolic verses celebrating the daily routines of shepherds in ancient poetry.
Μελέτησε βουκολικούς στίχους που γιόρταζαν τις καθημερινές ρουτίνες των βοσκών στην αρχαία ποίηση.
Bucolic
01
μια βουκολική, μια ειδύλλιο
a poem that portrays countryside scenes, celebrating shepherds, and the simplicity of country living
Παραδείγματα
He wrote a bucolic that evoked the gentle rhythm of sheep grazing at dawn.
Έγραψε μια βουκολική που εξέφραζε τον απαλό ρυθμό των προβάτων που βόσκουν στην αυγή.
The anthology included three bucolics, each painting a different pastoral landscape.
Η ανθολογία περιελάμβανε τρία βουκολικά, καθένα από τα οποία ζωγράφιζε ένα διαφορετικό αγροτικό τοπίο.
02
ο βοσκός, ο αγροτικός
someone who leads a simple, rural life, often associated with countryside occupations such as farming or shepherding
Παραδείγματα
The bucolic spent his days tending to his flock of sheep, finding solace in the tranquility of the countryside.
Ο βουκολικός πέρασε τις μέρες του φροντίζοντας το κοπάδι του, βρίσκοντας παρηγοριά στην ηρεμία της ύπαιθρου.
The bucolic's rustic charm and down-to-earth demeanor endeared him to the villagers, who valued his wisdom and kindness.
Η αγροτική γοητεία του βουκολικού και η απλή του συμπεριφορά τον έκαναν αγαπητό στους χωρικούς, που εκτιμούσαν τη σοφία και την καλοσύνη του.
Λεξικό Δέντρο
bucolic
bucol



























