Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Buddhist
01
βουδιστής, ακολουθός του βουδισμού
someone who follows Buddhism
Παραδείγματα
She became a Buddhist after studying the teachings of Siddhartha Gautama.
Έγινε Βουδίστρια αφού μελέτησε τις διδασκαλίες του Σιντάρτα Γκαουτάμα.
The Buddhist monks gathered for their daily meditation session in the monastery.
Οι βουδιστές μοναχοί συγκεντρώθηκαν για την καθημερινή τους συνεδρία διαλογισμού στο μοναστήρι.
buddhist
01
βουδιστικός, σχετικός με τον βουδισμό
related to the religion, culture, or people of Buddhism
Παραδείγματα
Meditation is a common practice among Buddhist monks.
Ο διαλογισμός είναι μια κοινή πρακτική μεταξύ των βουδιστών μοναχών.
The temple serves as a place of worship for the Buddhist community.
Ο ναός χρησιμεύει ως τόπος λατρείας για την βουδιστική κοινότητα.



























